ευήθης

ευήθης
εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες)
υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο πανούργων, Λυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔηθες
αγαθό ήθος, απλότητα, εντιμότητα
αρχ.
1. (για γυναίκα) (ευφημ.) «καλόψυχη», πόρνη
2. (για νόσο ή τραύμα) ευκολοθεράπευτος
3. φρ. «εὔηθές ἔστι» — είναι ανοησία.
επίρρ...
εὐήθως (Α)
με υπερβολική αφέλεια, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήθης (< ήθος), πρβλ. καλο-ήθης, συν-ήθης. Πρόκειται για ευφημισμό (ευ-ήθης = «με καλό χαρακτήρα») αντί τού βλαξ («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. αγαθός και αγαθιάρης (συνδυασμός τού ευφημιστικού θέματος αγαθ- με τη μειωτικής σημασίας κατάληξη -ιάρης
πρβλ. κιτριν-ιάρης, κλαψ-ιάρης, κουλτουρ-ιάρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐήθης — good hearted masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐήθης good hearted masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) εὐήθης good hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηθέστερον — εὐήθης good hearted adverbial comp εὐήθης good hearted masc acc comp sg εὐήθης good hearted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήθει — εὐήθης good hearted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐήθης good hearted masc/fem/neut dat sg εὐήθεϊ , εὐήθης good hearted dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήθη — εὐήθης good hearted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐήθης good hearted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐήθης good hearted masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηθεστάτων — εὐήθης good hearted fem gen superl pl εὐήθης good hearted masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηθεστέρων — εὐήθης good hearted fem gen comp pl εὐήθης good hearted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηθέστατα — εὐήθης good hearted adverbial superl εὐήθης good hearted neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηθέστατον — εὐήθης good hearted masc acc superl sg εὐήθης good hearted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήθεα — εὐήθης good hearted neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐήθης good hearted masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήθεις — εὐήθης good hearted masc/fem acc pl εὐήθης good hearted masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”